- χαϊδεύτρα
- η, Νγυναίκα που τής αρέσει να χαϊδεύει.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαϊδεύω + κατάλ. θηλ. -τρα (πρβλ. πλανεύ-τρα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαϊδεύτρα — χαϊδεύτρα, η και χαδεύτρα, η αυτή που χαϊδεύει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)